- πυώδεις
- πυώδηςlike pusmasc/fem acc plπυώδηςlike pusmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηνιγγίτιδες — Νόσοι που οφείλονται σε φλεγμονή των μηνίγγων, κυρίως των λεπτών. Τα αίτια που τις προκαλούν είναι διάφορα μικρόβια, όπως ο μηνιγγιτιδόκοκκος, ο πνευμονιόκοκκος, ο αιμόφιλος (πυώδεις μ.), το μικρόβιο της φυματίωσης (φυματιώδης μ.), διάφοροι ιοί… … Dictionary of Greek
απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά … Dictionary of Greek
πυοσκλήρωση — η, Ν ιατρ. χρόνια διαπύηση στην οποία οι πυώδεις εστίες περιβάλλονται από σκληρό ιστό με διατασική ικανότητα … Dictionary of Greek
σηπεδών — όνος, η, ΝΜΑ (λόγ. λ.) σήψη, σαπρότητα, σαπίλα νεοελλ. παλαιότερη λόγια ονομασία γένους δίπτερων εντόμων τής οικογένειας σκιομυζίδες αρχ. 1. ονομασία φιδιού το δήγμα τού οποίου προκαλεί σήψη 2. πληθ. «αἱ σηπεδόνες» πυώδεις χυμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σηπτικοπυαιμία — η, Ν ιατρ. μορφή σηψαιμίας, κατά την οποία τα παθογόνα μικρόβια εντοπίζονται δευτεροπαθώς σε ορισμένες περιοχές τού οργανισμού, όπου προκαλούν πυώδεις εστίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. septicopyemia < sēpticus (< σηπτικός) +… … Dictionary of Greek
πύο — (Ιατρ.), Υγρό ποικίλης πυκνότητας, γενικά λευκό, κιτρινωπό ή πρασινωπό, πολύ φτωχό σε ινική, που με την παρουσία του χαρακτηρίζει την πυώδη εξιδρωματική φλεγμονή. Το π. σχηματίζεται όταν το εξίδρωμα του πλάσματος ενώνεται με το πλήθος των… … Dictionary of Greek